Οδήγηση σε βρεγμένο οδόστρωμα
Οδήγηση σε βρεγμένο οδόστρωμα
Η οδήγηση σε βρεγμένο οδόστρωμα παρουσιάζει ιδιομορφίες που οφείλονται στην ύπαρξη ποσότητας νερού σε αυτό. Στην πράξη κατά την κίνηση του αυτοκινήτου στο βρεγμένο δρόμο παρουσιάζεται το φαινόμενο της υδρολίσθησης
στο ελαστικό.
Υδρολίσθηση είναι το φαινόμενο κατά το οποίο δημιουργείται ανάμεσα στο ελαστικό του αυτοκινήτου και το οδόστρωμα ένα στρώμα νερού. Όταν κατά την πορεία του αυτοκινήτου σε τέτοιες συνθήκες παρουσιασθεί η υδρολίσθηση τα ελαστικά του αυτοκινήτου δεν έχουν καθόλου πρόσφυση και το αυτοκίνητο στην ουσία πλέει .
Σ ‘αυτή την κατάσταση το αυτοκίνητο δεν υπακούει στις εντολές του συστήματος διευθύνσεως και οι τροχοί μη έχοντας καθόλου επαφή με το οδόστρωμα ακινητοποιούνται με το παραμικρό πάτημα των φρένων.
Έτσι το όχημα δεν υπακούει στον οδηγό και όλα αφήνονται στην τύχη. Για να τονισθεί όμως το φαινόμενο της υδρολίσθησης πρέπει να εξηγηθεί πως παρουσιάζεται.
Κατά την περιστροφή του ελαστικού στην επιφάνεια επαφής του δημιουργούνται τρείς ζώνες επαφής.
Στην πρώτη ζώνη, το πέλμα του ελαστικού πιέζει μια ποσότητα νερού.
Στην δεύτερη ζώνη το νερό διοχετεύεται μέσα από τις αυλακώσεις του πέλματος του ελαστικού στα πλάγια.
Στην Τρίτη ζώνη το ελαστικό έχει διώξει πλέον όλο το νερό και πατά γερά στο οδόστρωμα.
Οι αυλακώσεις του πέλματος του ελαστικού επιτελούν μεγάλο έργο σε βρεγμένο δρόμο.
Ένα ελαστικό λοιπόν είναι κατάλληλο ή όχι για βρεγμένο οδόστρωμα αν έχει τις κατάλληλες η όχι αυλακώσεις.
Η σχεδίαση του πέλματος του ελαστικού και των αυλακώσεων του έχει άμεση σχέση με την ταχύτητα διοχέτευσης του νερού κάτω από αυτό.
Στην πράξη όμως η ταχύτητα διοχέτευσης του νερού από τις αυλακώσεις δεν μπορεί να πάρει άπειρη τιμή.
Με ταχύτητα 100km/h το πέλμα του ελαστικού πρέπει να διώξει το νερό και να πατήσει το σταθερό οδόστρωμα σε δύο εκατοστά του δευτερολέπτου μόνο. Σ’ αυτό το χρόνο το ελαστικό πρέπει να διώξει μια ποσότητα νερού ,την υπόλοιπη να την παγιδεύσει μέσα στις αυλακώσεις του βρίσκοντας έτσι διέξοδο για το οδόστρωμα.
Το νερό όμως στο οδόστρωμα μειώνει την δυνατότητα φρεναρίσματος στο μισό ,αυξάνοντας την απόσταση ακινητοποιήσεως του αυτοκινήτου στο διπλάσιο, όταν αυτό έχει 50-100km/h. Τα φαρδιά ελαστικά διατηρούν τις ιδιότητες τους μέχρι την ταχύτητα των 80km/h. Για μεγαλύτερες ταχύτητες τα στενά ελαστικά έχουν καλύτερη οδική συμπεριφορά.
Όταν η ταχύτητα διοχέτευσης του νερού από το ελαστικό ξεπεραστεί μια κρίσιμη τιμή ανάλογα με το είδος του ελαστικού, δημιουργείται ανάμεσα στο πέλμα και στο δρόμο ένα λεπτό στρώμα νερού οπότε έχουμε την υδρολίσθηση.
Στο βρεγμένο λοιπόν δρόμο ο οδηγός πρέπει να μειώνει αισθητά την ταχύτητα του να διατηρεί μεγαλύτερη απόσταση από τα προπορευόμενα αυτοκίνητα και γενικότερα οι ενέργειες του να είναι προσεκτικές.
Ακόμη χρήσιμο είναι να έχει αναμμένα τα φώτα πορείας του αυτοκινήτου , ώστε να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τους άλλους οδηγούς. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στο προσπέρασμα προπορευόμενων οχημάτων και ιδιαίτερα μεγάλου μήκους(φορτηγά ρυμουλκούμενα κ.λπ.).
Σ’ αυτή την περίπτωση ο οδηγός πρέπει να έχει πολύ καλή ορατότητα και ελεύθερη σε μεγάλη απόσταση τη ζώνη κυκλοφορίας αριστερά του ,πριν επιχειρήσει οτιδήποτε. Τέλος για βρεγμένο δρόμο κυκλοφορούν ελαστικά με ειδικές προδιαγραφές (και ειδική αυλάκωση πέλματος ελαστικού ).
Επειδή όμως για πρακτικούς και οικονομικούς λόγους δεν είναι δυνατόν ο οδηγός να έχει δύο σετ ελαστικών ,ένα για στεγνό και ένα για βρεγμένο οδόστρωμα ,πολλοί κατασκευαστές διαθέτουν στο εμπόριο ελαστικά παντός καιρού.
Ο τύπος αυτός του ελαστικού συνδυάζει κατά τον δυνατόν την πολύ καλή πρόσφυση στο στεγνό δρόμο και τη δυνατότητα διοχέτευσης μεγάλων ποσοτήτων νερού, άρα σχετικά καλή πρόσφυση στο βρεγμένο δρόμο.